- σουλφαμίδη
- η, Νχημ. παλαιότερη ονομασία τού σουλφαμιδίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σουλφαμίδες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σουλφαδιμεθοξίνη — η, Ν (φαρμ.) σουλφαμίδη με εκτεταμένο αντιβακτηριακό εύρος, που χρησιμοποιείται ιδίως για τη θεραπεία τών επιπλοκών τής γρίπης στο αναπνευστικό σύστημα … Dictionary of Greek
σουλφαθειαζόλιο — το, Ν χημ. δικυκλική αρωματική οργανική ένωση με αντιμικροβιακή δράση, σουλφαμίδη που χρησιμοποιείται σήμερα κυρίως στην κτηνιατρική για την καταπολέμηση ασθενειών οι οποίες οφείλονται στον στρεπτόκοκκο, τον σταφυλόκοκκο, την παστερέλλα και την… … Dictionary of Greek
σουλφαμίδιο — το, Ν χημ. ανόργανη χημική ένωση, παράγωγο τού θειικού οξέος, που παρασκευάζεται με επίδραση αέριας αμμωνίας σε σουλφουρυλοχλωρίδιο, γνωστή παλαιότερα ως σουλφαμίδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σουλφαμίδες] … Dictionary of Greek
σουλφαμεθιζόλη — η, Ν (φαρμ.) σουλφαμίδη που δρα ειδικά στις περιπτώσεις κολοβακίλλωσης και έχει έντονη βακτηριοστατική δράση, η οποία οφείλεται στην υψηλή συγκέντρωσή της στο αίμα και στην ταχεία απέκκρισή της από τα ούρα … Dictionary of Greek
σουλφαμετομιδίνη — η, Ν (χημ. φαρμ.) πολυσθενής σουλφαμίδη που δρα εναντίον τών περισσότερων θετικών και αρνητικών κατά Γκραμ σπορίων και εναντίον πάμπολλων στελεχών τα οποία είναι ανθεκτικά στα αντιβιοτικά, ασκώντας δράση μακράς διάρκειας … Dictionary of Greek
σουλφαμιδόσκονη — η, Ν (φαρμ.) σκεύασμα σουλφαμίδων σε μορφή σκόνης χρησιμοποιούμενο για επίπαση σε πληγές.. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουλφαμίδη + σκόνη] … Dictionary of Greek
σουλφανιλαμίδιο — το, Ν (χημ. φαρμ.) αζωτούχα οργανική αρωματική ένωση, αμίδιο τού σουλφανιλικού οξέος, γνωστή παλαιότερα και ως σουλφανιλαμίδη, η πρώτη σουλφαμίδη τής οποίας αναγνωρίστηκε η αντιμικροβιακή δράση και που αποτελεί την πατρική ένωση από την οποία… … Dictionary of Greek